- στενόκαρδος
- -η, -ο, Ναυτός που αποθαρρύνεται εύκολα, λιπόψυχος, μικρόψυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. μεγαλό-καρδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στενόκαρδος — η, ο 1. αυτός που εύκολα δυσφορεί και στενοχωριέται. 2. αυτός που εύκολα αποθαρρύνεται, μικρόψυχος. 3. άπονος, σκληρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηθικολόγος — ο, η 1. αυτός που μιλά, που πραγματεύεται περί ηθικής, που διδάσκει τί πρέπει να κάνεις κανείς και τί όχι 2. αυτός που δογματίζει συστηματικά περί ηθικής, αυτός που συνηθίζει να σχολιάζει συστηματικά τις πράξεις τών άλλων από στενή ηθική άποψη… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
στενόψυχος — η, ο / στενόψυχος, ον, ΝΜ στενόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek